Γιώργου Ν. Αλεξάτου: "Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα"

Εκδόσεις «Γειτονιές του κόσμου», Θεσσαλονίκη, σελ. 165

Το βιβλίο του Γ. Αλεξάτου μου δόθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Παιδαγωγικού Oμίλου για τα νέα βιβλία στο Δημοτικό, στο ΕΜΠ, το Σάββατο 3 Ιουνίου. Μέχρι το βράδυ το είχα «τελειώσει», μένοντας με την απορία πως τόσο σοβαρές και ενδιαφέρουσες εργασίες δε στηρίζονται και δεν αναδεικνύονται από την αριστερά και τους αριστερούς. Το συστήνω ανεπιφύλακτα όχι για τις καλοκαιρινές ώρες ελαφρού διαβάσματος, αλλά σαν μπούσουλα και απαντοχή στους δύσκολους καιρούς.

Το βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου «Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα», αποτελεί μια προσπάθεια διερεύνησης των κοινωνικο-πολιτικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών όρων που καθόρισαν τη διαμόρφωση και την ιστορική διαδρομή του λαϊκού τραγουδιού κατά την περίοδο που ακολούθησε την ήττα της Αριστεράς και του εργατικού και λαϊκού κινήματος στον εμφύλιο πόλεμο, μέχρι και την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Στο «Τραγούδι των ηττημένων» γίνεται αναφορά στην προϊστορία του μεταπολεμικού τραγουδιού, που αποτελεί μορφή του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων, πολιτιστικής έκφρασης του κόσμου που προλεταριοποιήθηκε μέσα από τις διαδικασίες ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων. Εξετάζεται, έτσι, η εμφάνισή του από τον 19ο αιώνα και γίνεται αναφορά στο ρεμπέτικο τραγούδι, τη μορφή που πήρε το λαϊκό τραγούδι των πόλεων στην περίοδο του μεσοπολέμου, ως έκφραση τμημάτων της εργατικής τάξης, που η κοινωνική τους θέση συγχεόταν αντικειμενικά με το περιθωριακό υποπρολεταριάτο.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης και του εμφυλίου, όταν, με καθοριστική την παρέμβαση του Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο λαϊκό τραγούδι μετασχηματίστηκε ποιοτικά και αποτέλεσε τραγούδι ευρύτερης λαϊκής απεύθυνσης. Καθώς κυριαρχούσε η ανοιχτή ταξική αντιπαράθεση του λαϊκού συνπασπισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, υπό την ηγεμονία του ΚΚΕ και της εργατικής τάξης, απέναντι στον αστισμό, η συγκρότηση της εαμικής λαϊκοδημοκρατικής ιδεολογίας, με ηγεμονική την εργατική ιδεολογική τάση, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και το λαϊκό τραγούδι της εποχής.
Στο βιβλίο περιγράφεται η κοινωνικο-πολιτική κατάσταση που επικράτησε στην Ελλάδα στη μετεμφυλιακή περίοδο, με τα έντονα αντιφατικά στοιχεία της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και της φτώχειας, της ανεργίας και της αβεβαιότητας ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων, κυρίως της εργατικής τάξης και της μικροϊδιοκτητικής αγροτιάς. Oι συνθήκες αυτές αναπαρήγαγαν την κυριαρχία της λαϊκοδημοκρατικής ιδεολογίας στα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα. Παράλληλα, και παρά το καθεστώς τρομοκρατίας και κρατικού αυταρχισμού που είχε επιβληθεί, η κυρίαρχη έκφραση της αστικής ιδεολογίας με τη μορφή της «εθνικοφροσύνης» αδυνατούσε να λειτουργήσει νομιμοποιητικά ως προς το καθεστώς στις συνειδήσεις ευρύτατων λαϊκών μαζών.
Στις συνθήκες αυτές το λαϊκό τραγούδι αποτυπώνει την αυθόρμητη διάθεση του κόσμου στον οποίο απευθύνεται και που το αποδέχεται ως δικό του και χαρακτηρίζεται κυρίαρχα από την αίσθηση της διάψευσης των ελπίδων για μια καλύτερη ζωή, φτάνοντας ακόμη και σε εκφράσεις μοιρολατρικής παραίτησης. Συνάμα, όμως, εκφράζει και την απόρριψη της κυρίαρχης πραγματικότητας που επέβαλαν οι νικητές του εμφυλίου. Το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι είναι το μόνο είδος ελληνικού τραγουδιού με τόσο συχνές αναφορές σε ζητήματα που αφορούν άμεσα στις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης, στη φτώχεια, τη σκληρή δουλειά, τη μετανάστευση κ.λπ.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στο ερωτικό λαϊκό τραγούδι, που εξετάζεται στο πλαίσιο των μετασχηματισμών που συντελέστηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο στις ερωτικές σχέσεις, με την εγκατάλειψη της υπαίθρου από μεγάλο μέρος του πληθυσμού της και την προλεταριοποίησή του, καθώς και ως συνέπεια της απήχησης των εαμικών μηνυμάτων σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή.
Καθώς το λαϊκό τραγούδι αντανακλά τη ζώσα και μετασχηματιζόμενη κοινωνική πραγματικότητα και τη λαϊκή συνείδηση που διαμορφώνεται αυθόρμητα ως προς αυτή την πραγματικότητα, παρακολουθεί τις μετά το 1960 διαδικασίες ανάτασης του κινήματος, μέσα από τραγούδια ταξικής και προσωπικής περηφάνιας. Την ίδια περίοδο, καθοριστική είναι η παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη, που συμβάλλει στην παραπέρα ποιοτική αναβάθμιση του λαϊκού τραγουδιού.
Το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι υποχωρεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και ιδιαίτερα στα χρόνια της δικτατορίας, για μια σειρά λόγους, όχι άσχετους με τη συνολικότερη πολιτικο-κοινωνική κατάσταση. Η υποκατάστασή του στις τελευταίες δεκαετίες από το ελαφρολαϊκό και το σκυλάδικο αποτελεί, κατά τον συγγραφέα, ένδειξη της ηγεμονίας της μικροαστικής ιδεολογίας, ως μορφής που παίρνει η αστική ιδεολογία όταν διεισδύει στις λαϊκές συνειδήσεις. Κατά συνέπεια, μια νέα πολιτιστική αναγέννηση εκτιμάται πως δεν μπορεί παρά να συνοδεύει και ταυτόχρονα να τροφοδοτεί συνολικότερες διεργασίες ανασυγκρότησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη του Στέλιου Καζαντζίδη, που όπως αναφέρεται υπηρέτησε το λαϊκό τραγούδι «όσο κανένας άλλος και συνέβαλε στην ανάδειξή του σε τραγούδι έκφρασης της εργατικής τάξης από την οποία προήλθε και ο ίδιος».
O πρόλογος του βιβλίου είναι γραμμένος από τον καλλιτέχνη, συγγραφέα και μελετητή του λαϊκού τραγουδιού Θωμά Κοροβίνη.

Θανάσης Τσιριγώτης