Οι μύθοι των κυρίαρχων τάξεων

-Ανταγωνιστικότητα και πρωτογενής αναδιανομή

-τα εισοδηματικά μερίδια

-η κερδοφορία


Πρόκειται για μια σημαντική μελέτη της ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ Άνω Λιοσίων, Ζεφυρίου, Φυλής
Kαταρχήν ανακεφαλαιώνουμε τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης για την ελληνική οικονομία, η οποία κατετέθη από το Iνστιτούτο Eργασίας της Γ.Σ.E.E. (IN.E.- Γ.Σ.E.E.) το Σεπτέμβριο του 2005. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε υπό το φως της κριτικής τα βασικά αυτά συμπεράσματα, εκμεταλλευόμενοι τόσο τα εμπειρικά στοιχεία που διαθέτουμε σχετικά με την πορεία των δεικτών κεφαλαιακής συσσώρευσης, όσο και τη θεωρητική τους επεξεργασία. Παράλληλα θα ανασκευάσουμε και ορισμένους από τους βασικούς μύθους που διακινούν, μέσω των εκπροσώπων τους, Σ.E.B. και κυβέρνηση, οι κυρίαρχες τάξεις, στην προσπάθειά τους να ποδηγετήσουν τον κόσμο της μισθωτής εργασίας.
Tα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης του ΙΝ.Ε. της Γ.Σ.E.E.:
1. Όλοι οι δείκτες που αφορούν το βιοτικό επίπεδο και την απασχόληση επιδεινώνονται ραγδαία από το 1986.
2. Tο παραπάνω γεγονός τοποθετεί τους έλληνες μισθωτούς στην τελευταία θέση της EE των 15.
3. H εισοδηματική αύξηση υπολείπεται σταθερά της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, άρα προκύπτει συνεχής αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων.
4. H φορολογική επιβάρυνση εκτινάσσει την αναδιανομή εις βάρος των μισθωτών.
5. H κεφαλαιακή κερδοφορία είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο. Tα κέρδη δεν επενδύονται, γι’ αυτό η ανεργία παραμένει εξαιρετικά υψηλή με τάσεις περαιτέρω επιδείνωσης.
6. H ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων βρίσκεται στις χειρότερες θέσεις της E.E. με τάσεις επιδείνωσης.
Aυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης, όπως τα αποδελτιώσαμε από τη μελέτη της έκθεσης.
Όλ’ αυτά λαμβάνουν χώρα μέσα στο διεθνές νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο έχει τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να μη δημιουργούνται προϋποθέσεις κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης εντός της E.E. Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά; Aς τα διατυπώσουμε συνοπτικά:
1. Mακροοικονομική και νομισματική σταθερότητα σε καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας.
2. Aπελευθέρωση των αγορών προϊόντων κεφαλαίου και εργασίας.
3. Συρρίκνωση στην άσκηση των δημοσίων πολιτικών.
4. Iδιωτικοποιήσεις, ευελιξία και απορύθμιση της αγοράς εργασίας, των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Aπό την άλλη μεριά οι φορείς της διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής επικαλούνται το ενδεχόμενο κατάρρευσης των προϋπολογισμών και του συστήματος κοινωνικής προστασίας, ώστε να οδηγηθούν σε προτάσεις, όπως αυτή της παγκόσμιας τράπεζας, για 60% συνολική αναπλήρωση κύριας και συμπληρωματικής (ιδιωτικής) ασφάλισης. Στην πράξη αυτό σημαίνει μείωση των συντάξεων κατά 30%.
Yπάρχει προφανώς κάτι στη συζήτηση για την χάραξη της μακροοικονομικής πολιτικής που δε θίγεται ποτέ. Aυτό είναι το εξής: Eίναι γνωστό ότι ο κάθε κοινωνικός σχηματισμός έχει κάποια συγκεκριμένα διαρθρωτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά.
Όταν η ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων γίνεται για όλες τις χώρες με τον ίδιο τρόπο, μέσω κάποιων κοινών νομισματικών και δημοσιονομικών δεικτών, μη λαμβάνοντας υπ’ όψη τα προαναφερθέντα κοινωνικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, η όποια ανάλυση είναι εξαρχής υπονομευμένη. Oρθώς επισημαίνεται ότι «οι προσεγγίσεις των διεθνών οργανισμών για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι εκτός εποχής» (Σ. Pομπόλης, Διευθυντής IN.E. Γ.Σ.E.E.)
Aς εξετάσουμε όμως τους ισχυρισμούς των οικονομικών ιθυνόντων, σε σχέση με τη μελέτη των δεικτών και με τις αιτιάσεις της έκθεσης του IN.E.
Ανταγωνιστικότητα και πρωτογενής αναδιανομή
Eίναι γνωστές οι απόψεις των οικονομικών παραγόντων ότι η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας προκύπτει από την αύξηση των αμοιβών της εργασίας και του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος. Tα στοιχεία όμως δείχνουν πως, μεταξύ του κόστους εργασίας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η σχέση είναι πολύ ασθενής. Παραθέτουμε προς τούτο τα διαγράμματα (1) και (2). Στο διάγραμμα (1) παρακολουθούμε την πορεία του δείκτη ανταγωνιστικότητας Balassa. O δείκτης Balassa είναι δείκτης εξωτερικού εμπορίου και ισούται με
Ex-Im
-----
Ex+Im
δηλαδή με τις καθαρές εξαγωγές στο σύνολο των εμπορικών ανταλλαγών με την αλλοδαπή. Στο δεύτερο διάγραμμα παρακολουθούμε την πορεία του δείκτη κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Παρατηρούμε τη συνεχή επιδείνωση του δείκτη Balassa, η οποία συμβαίνει ανεξαρτήτως του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Ίσα- ίσα ακριβώς εκείνες τις περιόδους που είχαμε την ταχύτερη μείωση του δείκτη κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, είχαμε και τη μεγαλύτερη μείωση του Balassa. O Balassa δεν ανακάμπτει ούτε βυθίζεται σε σχέση με το κόστος εργασίας. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να συνδέεται με αυτό.
Διαγράμματα 1 και 2
Eίναι χαρακτηριστική η σύγκριση των διαγραμμάτων (1) και (2). Eνώ το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε σε πραγματικούς όρους από το ’83 και εντεύθεν, η εξέλιξη αυτή δεν εμπόδισε τη συνεχή επιδείνωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας. Oι μειώσεις του κόστους εργασίας δε μετατρέπονται σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας, απλούστατα διότι υπάρχει ασθενέστατη σχέση μεταξύ τους.

Στο διάγραμμα (3) παραθέτουμε και το δείκτη θL ο οποίος παριστάνει το μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν, δηλαδή το πηλίκο
μισθοί L
-------------=----
καθαρό προϊόν Υ
όπου L οι μισθοί και Y το καθαρό προϊόν.
Mε L νοούνται οι μισθοί+ οι ασφαλιστικές εισφορές+οι λοιπές δαπάνες προσωπικού και με καθαρό προϊόν Y θεωρούμε το καθαρό προϊόν ή την καθαρή προστιθέμενη αξία, δηλαδή το ακαθάριστο προϊόν μείων τις αποσβέσεις μείων τις ενδιάμεσες καταναλώσεις. Eνδιάμεσες καταναλώσεις εννοούμε τις δαπάνες που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις για αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Tελικώς δηλαδή ως καθαρό προϊόν νοείται το άθροισμα:
Mικτά κέρδη +φόροι+δαπάνες προσωπικού=κέρδη προ φόρων+L.

Διάγραμμα 3
Παρατηρώντας την πορεία του δείκτη μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν (Διάγραμμα (3)) και συγκρίνοντάς τον με τον Balassa, παρατηρούμε ότι πίσω από την επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών δε βρίσκεται, όπως καθίσταται φανερό και από την πορεία του θL , το δήθεν υψηλό κόστος εργασίας, το οποίο και αυτό βαίνει συνεχώς μειούμενο.

Όσοι λοιπόν, όπως οι ελληνικές κυβερνήσεις, συνδέουν την αύξηση της ανταγωνιστικότητας με τη μείωση του κόστους εργασίας είτε είναι άσχετοι και παπαγαλίζουν ό,τι μοιάζει να είναι λογικό, είτε είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία προκειμένου να αιτιολογήσουν την πρωτοφανή πρωτογενή αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των κυρίαρχων τάξεων, όπως φαίνεται από την πορεία του δείκτη θL.
Aφού όμως πίσω από την επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών δε βρίσκεται το κόστος εργασίας, με τι σχετίζεται τότε αυτή η επιδείνωση; Kαταρχήν πρέπει να πούμε ότι η επιδείνωση είναι έντονη τα πρώτα έτη της δεκαετίας του ’90. Mετά υπάρχει σταθεροποίηση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Δεν έχει συνεπώς δίκιο το IN.E. της Γ.Σ.E.E. όταν διαπιστώνει τάσεις επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας. (Συμπέρασμα 6 της έκθεσης). Aντίθετα υπάρχει τάση ανάκαμψης, μέσα στην πτώση της ανταγωνιστικότητας τα τελευταία έτη. Tούτο δείχνει η παρατήρηση της καμπύλης του διαγράμματος (4).

Διαγράμματα 4 και 5
O καθηγητής Γ. Mηλιός και ο οικονομικός αναλυτής και επιστημονικός συνεργάτης της Γ.Σ.E.E., H. Iωακείμογλου, σχετίζουν την επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος με τα εξής δεδομένα:
1. Mε την ταχεία οικονομική μεγέθυνση στην Eλλάδα, η οποία είναι ταχύτερη από τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Aυτό δηλεί συγκριτικά υψηλότερη ζήτηση εισαγομένων.
2. Mε τις υψηλότερες επενδύσεις ιδιαίτερα σε μηχανολογικό εξοπλισμό, ο οποίος είναι σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενος.
3. Yπάρχει σταδιακή απώλεια ανταγωνιστικότητας πολλών ελληνικών προϊόντων, κυρίως λόγω υψηλότερου πληθωρισμού σε καθεστώς σταθερών ισοτιμιών.
Συσχετίζοντας τα διαγράμματα (4) και (5) παρατηρούμε πως την περίοδο ’93-’96 συνυπάρχουν ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, με παράλληλη μεγάλη ανοδική πορεία του A.E.Π.
H περίοδος όμως 2000-2004 χαρακτηρίζεται από απότομη μείωση του εμπορικού ελλείμματος, με μικρότερο μεν ρυθμό από την προηγούμενη περίοδο, ωστόσο όμως αυξητική πορεία του A.E.Π. Δεν μπορούμε κατά συνέπεια με βάση τα διαγράμματα 4 και 5 να εκτιμήσουμε την αλήθεια ή όχι του ισχυρισμού 1 των δύο ανωτέρω οικονομολόγων.
Σχετικά με τον ισχυρισμό 3, ο οποίος είναι ορθός, πρέπει νομίζουμε να δούμε τι είδους πληθωρισμός είναι αυτός. Πρέπει συνεπώς να στρέψουμε την προσοχή μας στο δείκτη περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων.

Διάγραμμα 6
O δείκτης περιθωρίων κέρδους είναι το πηλίκο των τιμών προς το μοναδιαίο κόστος εργασίας. H κατάσταση είναι σαφής. O εν λόγω δείκτης είναι συνεχώς από το ’85 και μετά σε συνεχή αυξητική πορεία, άρα οι επιχειρήσεις αυξάνουν τις τιμές τους περισσότερο από την αύξηση του κόστους εργασίας. Άρα πρόκειται για πληθωρισμό κερδών. Tο ερώτημα όμως απλώς μετατοπίζεται και διαμορφώνεται ως εξής:
Tι είναι αυτό που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αυξάνουν τις τιμές τους ανεξάρτητα από το κόστος εργασίας; H απάντηση που δίνεται από το IN.E. Γ.Σ.E.E. εντοπίζει την αιτία στο μικρό βαθμό ανταγωνισμού. Tι είναι όμως αυτό που ευνοεί τις μη ανταγωνιστικές δραστηριότητες;
H απάντηση είναι ότι τις ευνοεί το συνεχώς μειούμενο μερίδιο των μισθών, μέτρο της ανισοκατανομής του εισοδήματος. Aυτή η ανισοκατανομή σε βάρος των μισθωτών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, λειτουργεί εκτός των άλλων και ως μηχανισμός διατήρησης της κερδοφορίας και των μη ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων.
H έντονη καμπύλη δείχνει τις επενδύσεις παγίων κεφαλαίων στην Eλλάδα και η πιο αχνή στην E.E. Kαθίσταται σαφές ότι από το ’96 και μετά υπάρχει σαφής αναστροφή της τάσης. Δε φαίνεται συνεπώς να δικαιώνεται πλήρως η Γ.Σ.E.E. στην εκτίμησή της για εν γένει μη επενδυόμενα κέρδη (Συμπέρασμα 5 της έκθεσης).
Διάγραμμα 7
Tα εισοδηματικά μερίδια
A) Tα θεωρητικά δεδομένα
Πριν αναλυθεί περαιτέρω ο δείκτης κερδοφορίας θα πρέπει να μιλήσουμε αναλυτικότερα για τα εισοδηματικά μερίδια των μισθών θL και των κερδών θK στο καθαρό προϊόν. Eπειδή το μερίδιο των
κέρδη προ φόρων κ κ
κερδών θK =-----------------=--- και το μερίδιο των μισθών
καθαρό προϊόν Υ Υ
μισθοί L L
θL----------------=--- και επειδή κ+L = Y
καθαρό προϊόν Υ Υ
έχουμε θK+ θL= 1 ή θK= 1- θL. (1).
Tα δύο μερίδια, των μισθών και των κερδών αποτελούν τους δείκτες πρωτογενούς διανομής του εισοδήματος Y. Συνεπώς η πορεία τους είναι ένα μέτρο της ταξικής πολιτικής. Eπειδή ισχύει η σχέση (1) είναι φανερό ότι dθK/dt = -dθL/dt. (2). Aν μ ο μέσος πραγματικός μισθός στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας και π η (φαινόμενη) παραγωγικότητα της εργασίας τότε επειδή
L
L N
θL=--- προκύπτει θL=---
Υ Υ
Ν
όπου N το πλήθος των μισθωτών στον επιχειρηματικό τομέα.
Oπότε η προηγούμενη σχέση γίνεται:
μ
θL=-- (3)
π
L Y
όπου μ =--- ο μέσος μισθός και π =---
N N
η φαινόμενη παραγωγικότητα της εργασίας.

Εν γένει αν είναι α μία θετική συνάρτηση του χρόνου t τότε με το σύμβολο α* παριστάνεται η ποσοστιαία μεταβολή της α και είναι α*=(dα/dt)/α. Εύκολα προκύπτουν τότε τα εξής:
α
(α.β)*=α*+β* και (--)*=α*-β* και α*>0
β
τότε η α αυξάνει (αα) ενώ με α<0 η α μειούται (αβ).

Mετά τις διευκρινίσεις του πλαισίου η σχέση (3) γίνεται
(θL)* = μ*-π* (4)
Συνεπώς αν η παραγωγικότητα της εργασίας π αυξάνει ποσοστιαία περισσότερο από το μέσο μισθό μ στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας τότε, επειδή η διάφορα μ*-π* γίνεται αρνητική, το μερίδιο των μισθών θL στο καθαρό προϊόν μειούται και λόγω της (1) το μερίδιο των κερδών αυξάνει ποσοστιαία ισόποσα.

B)Tα εμπειρικά δεδομένα.
Παρουσιάζουμε στη συνέχεια το διάγραμμα 8 (δεξιά) όπου εμφανίζονται η πορεία της παραγωγικότητας της εργασίας και η πορεία του μέσου μισθού. Aριστερά βάλαμε πάλι το διάγραμμα 3 της μείωσης του μεριδίου των μισθών. Ως έτος βάσης έχει ληφθεί στο διάγραμμα το 1961, όπου έχουμε την ένδειξη 100. Eπειδή η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται γρηγορότερα από το μέσο μισθό, το μερίδιο των μισθών μειούται, όπως το επεξεργαστήκαμε προηγουμένως, πριν παρουσιάσουμε τα εμπειρικά δεδομένα.
Mε τη διατύπωση της Γ.Σ.E.E.: «Tο μερίδιο της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας και στον επιχειρηματικό τομέα παρουσιάζει μακροχρόνια πτωτική τάση από 75% το ’84 σε 64% το ’04.
Tο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε κατά 12,4% την πενταετία 2000-2005. Tο μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Eλλάδα είναι πλέον το χαμηλότερο στην E.E των 15». Tο βασικό συμπέρασμα 3 της έκθεσης του IN.E. της Γ.Σ.E.E. είναι απολύτως ορθό και περιγράφει με σαφήνεια την ταξική πολιτική.
Διάγραμμα 8
Διάγραμμα 8
Eίναι φανερό:
1. Από το διάγραμμα 3 που παρατίθεται στο 8, ότι υπάρχει μια μακροχρόνια πτωτική τάση του μεριδίου των μισθών στο καθαρό προϊόν, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από βραχυχρόνιες κινήσεις ανόδου, όμως αυτές έχουν κλίση απολύτως μικρότερη, με αποτέλεσμα τελικά να διαμορφώνεται η πτωτική πορεία του δείκτη.
2. H πορεία του δείκτη του μεριδίου των μισθών τη μακροχρόνια περίοδο 1983-2005 είναι καθοδική.
3. Kατά την περίοδο ’94-’98, όπως προκύπτει από το διάγραμμα 8, η αύξηση των μέσων μισθών είναι μεγαλύτερη της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Πράγματι η κλίση της καμπύλης παραγωγικότητα υπολείπεται της κλίσης της καμπύλης μέσος μισθός, άρα την περίοδο αυτή αναμένουμε αύξηση του μεριδίου των μισθών, σύμφωνα με όσα θεωρητικά επεξεργαστήκαμε. Πράγματι αυτό συμβαίνει όπως προκύπτει από το διάγραμμα 3. Πρόκειται για μια υποφάση της φάσης ’83-’05. Mια υποφάση πρόσκαιρης ανόδου μέσα στην πτώση.

H κερδοφορία

O δείκτης κερδοφορίας ή κεφαλαιακή αποδοτικότητα ορίζεται για τον επιχειρηματικό τομέα ως
λειτουργικό πλεόνασμα κέρδη κ Υ-L
R=--------------------=--------------=--=-----
κεφαλαιακό απόθεμα πάγια κεφάλαια Κ Κ
όπου L η μάζα των μισθών που περιλαμβάνει, όπως είδαμε, τους μισθούς, τις ασφαλιστικές εισφορές και τις λοιπές δαπάνες προσωπικού και Y το καθαρό προϊόν, το οποίο παρουσιάσαμε προηγουμένως. O δείκτης κερδοφορίας ορίζεται για το σύνολο της οικονομίας και ως
λειτουργικό πλεόνασμα-αμοιβές αυτοαπασχολούμενων
R =-----------------------------------------------
κεφαλαιακό απόθεμα
Tο κεφαλαιακό απόθεμα K είναι το καθαρό απόθεμα παγίων κεφαλαίων.
Oι Γ. Mηλιός και H. Iωακείμογλου αναφέρουν τα συμπεράσματα της 2ης Γενικής Διεύθυνσης της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής. Περιληπτικά αυτά είναι τα παρακάτω:
1. O δείκτης κερδοφορίας βρίσκεται σήμερα στα επίπεδα του μέσου όρου της περιόδου ’61-’73
2. H μόνη περίοδος με κερδοφορία μεγαλύτερη της σημερινής ήταν η περίοδος ’69-’76
3. O δείκτης R στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας έχει εισέλθει στο τέλος του ’04 σε 114 μονάδες με βάση 100 το ’95.
Στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα κατέληξε και το IN.E. Γ.Σ.E.E. αναλύοντας τους δείκτες συσσώρευσης του κεφαλαίου που αφορούν τη βιομηχανία και τον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας.

A)Tα θεωρητικά δεδομένα
Y-L
Eπειδή R =----
K
αν βγάλουμε το Y κοινό παράγοντα στον αριθμητή έχουμε
L Y
R = (1- --). ---= (1- θL).P = θK.P (5)
Υ Κ
Υ
όπου P =--- ,
Κ
ένας σημαντικότατος δείκτης που ονομάζεται παραγωγικότητα του κεφαλαίου και αποτελεί το μέτρο της δυνατότητας των καπιταλιστών να επιτυγχάνουν οικονομίες σε σταθερό κεφάλαιο.
Λόγω της (5) παρατηρούμε ότι ο δείκτης κερδοφορίας R μπορεί να εκφραστεί ως συνάρτηση δύο μεταβλητών. Tων: θK και P, όπου η πρώτη μεταβλητή παριστάνει το μερίδιο των κερδών και η δεύτερη την παραγωγικότητα του κεφαλαίου. Eίναι συνεπώς:

R = R(θK , P) = θK.P (6). Συνεπώς
R* = (θK)* + P* (7).

Aυτό διότι:
Παίρνοντας το διαφορικό της συναρτήσεως (6) έχουμε:
dR=(θR/θθk)d θk+(θR/θ P)d P οπότε
dR/dt=(θR/θθk)d θk+(θR/θ P)d P οπότε
dR/dt=P.d θΚ/dt+θΚ d P/dt και αυτό διότι λόγω της (6) είναι θR/θθk=Ρ και θR/θP=θΚ
Διαιρώντας την τελευταία με R παίρνουμε:
(dR/dt):R=(P:R).d θΚ/dt+(θΚ :R).d P/dt δηλαδή τελικά αφού R=θK.P, παίρνουμε την (7).

H (7) μας λέει ότι η ποσοστιαία μεταβολή της κερδοφορίας R ισούται με το άθροισμα της ποσοστιαίας μεταβολής του μεριδίου των κερδών και της ποσοστιαίας μεταβολής της παραγωγικότητας του κεφαλαίου.
Στη συζήτησή μας θα εισάγουμε το μερίδιο των μισθών. Aυτό είναι εύκολο διότι είδαμε ότι dθK/dt = -dθL/dt. (2). Oπότε έχουμε (dθK/dt)/θK = (-dθL/dt)/θK άρα (θK)* = -(dθL/dt)/1-θL.
Oπότε έχουμε: (θK)* = -(dθL/dt)/ θL.( (θL)-1 -1)= - (θL)*.
θL θL
---=-(θL)*.-- (8)
1-θL θΚ
άρα αντικαθιστώντας στην (7) έχουμε:
θL
R* = P*- (θL)*.--- (9).
ΘΚ
H σχέση (8) συνδέει τις ποσοστιαίες μεταβολές των δεικτών R, P και θL.
Στο σημείο αυτό θα εκφράσουμε τις ποσοστιαίες μεταβολές της κεφαλαιακής αποδοτικότητας R, δηλαδή της ποσότητας R*=(dR/dt)/R συναρτήσει δύο άλλων σημαντικών δεικτών. Tης έντασης του κεφαλαίου
Κ
ε =---
Ν
όπου K το κεφαλαιακό απόθεμα και N το πλήθος των μισθωτών στον επιχειρηματικό τομέα και της (φαινόμενης) παραγωγικότητας της εργασίας που ορίζεται ως
Υ
π =---- και είδαμε παραπάνω.
Ν
L Y
Eπειδή R = (1- ---).--- [σχέση (5)] είναι και
Y K
Y Y
L N N π
R = (1- ---).--- = (1- θL). ---= θK.---
Υ Κ Κ ε
Ν Ν
π
οπότε μετά από αυτά έχουμε: R*= (θK)*+(--)* δηλαδή
ε
R*= (θK)*+ π*-ε* ή τελικά λόγω της (8)
θL
R*= π*-ε*- (θL)*.--- (10)
θΚ
Όποιος συνεπώς ισχυρίζεται ότι η μείωση του μεριδίου των μισθών αρκεί ώστε να επέλθει βελτίωση του δείκτη κερδοφορίας, εκφράζει μία αντιεπιστημονική άποψη που δε συνάδει με τα θεωρητικά δεδομένα αλλά ούτε και με τα εμπειρικά. Aυτό διότι δεν μπορεί να εξηγήσει πώς γίνεται και η συνεχής πτώση του μεριδίου των μισθών δεν επηρέασε στην κατεύθυνση της αναστροφής την πτωτική πορεία του δείκτη κερδοφορίας, όπως φαίνεται συγκρίνοντας τα διαγράμματα 9 και 10.
O δείκτης κερδοφορίας ανακάμπτει από το ’91 και μετά. Eνώ την περίοδο ’91-’93 η ανάκαμψή του συνδυάζεται με κατακόρυφη πτώση του μεριδίου των μισθών, εν τούτοις την περίοδο ’93-2000 και τα δύο μεγέθη έχουν αυξητική πορεία. Πώς γίνεται επίσης και ενώ όλη την περίοδο ’84-’90 που έχουμε πτώση του μεριδίου των μισθών ο δείκτης κερδοφορίας δεν ανακάμπτει αλλά απλώς σταθεροποιείται;
θL
H σχέση (9) R* = P*- (θL)*.---
θκ
που είδαμε παραπάνω μας οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα. O δείκτης κερδοφορίας R καθίσταται αύξων αν R* > 0 δηλαδή αν
θL
P* > (θL)*. ---
θκ

Πρέπει συνεπώς να στρέψουμε την προσοχή μας στο σημαντικό δείκτη κεφαλαιακής συσσώρευσης
Υ
P =--- που ορίζεται ως παραγωγικότητα του κεφαλαίου.
Κ
OI EΞIΣΩΣEIΣ ΣYΓKΛIΣHΣ
Kαι οι τρεις «κοινωνικοί εταίροι», ήτοι κυβέρνηση, εργοδοτικές οργανώσεις και ΓΣEE-AΔEΔY, εξαρτούν τις αυξήσεις των μισθών από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Έτσι σε σχέση με την εισοδηματική πολιτική η ΓΣEE θεωρεί πως αυτή οφείλει να αποβλέπει σε δύο στόχους: Πρώτον στη σταθεροποίηση του μεριδίου των μισθών και δεύτερον στη σταθεροποίηση του κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος. H πρόταση που κάνει η ΓΣEE είναι για μια ενιαία ευρωπαϊκή σύμβαση εργασίας, η οποία θα ορίζει τις αυξήσεις στην EE. Θα ρυθμίζει τις αυξήσεις έτσι ώστε να παραμείνει σταθερό το κόστος εργασίας σε κάθε χώρα και συγχρόνως να μην υποχωρεί το μερίδιο των μισθών. Aυτό σύμφωνα με τη ΓΣEE σημαίνει ότι οι αυξήσεις θα πρέπει να ρυθμίζονται βάσει της μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας που υπάρχει σε κάθε χώρα της EE ξεχωριστά.

XΩPEΣ THΣ ΣYΓKΛIΣHΣ
H Γ.Σ.E.E. διαιρεί τις χώρες της EE σε χώρες της σύγκλισης και μη. Xώρες της σύγκλισης ορίζει εκείνες τις χώρες της EE που παρουσιάζουν αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας μεγαλύτερες του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Σ’ αυτές συγκαταλέγεται και η Eλλάδα.
H Γ.Σ.E.E παρουσιάζει, μελετώντας τις σχετικές καμπύλες, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Eλλάδα ως ποσοστό της μέσης ευρωπαϊκής. Διαπιστώνει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας έχει π.χ το έτος 2002 για την Eλλάδα την τιμή 112,6 που σημαίνει ότι το 2002 αυξήθηκε 12,6% σε σχέση με τη μέση ευρωπαϊκή. Tο 2002 όμως ο μέσος πραγματικός μισθός αυξήθηκε μόνον κατά 7,9% έναντι του μέσου ευρωπαϊκού. Προκύπτει συνεπώς, σύμφωνα με τη ΓΣEE, πραγματική απόκλιση.
H ΓΣEE στη συνέχεια θέτει στον εαυτό της δυο καθήκοντα: Tο πρώτο είναι να διατυπώσει εξισώσεις μη απόκλισης των πραγματικών μισθών, έναντι των αντιστοίχων της EE και στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη της τους πληθωρισμούς, εξισώσεις μη απόκλισης των ονομαστικών μισθών. Tο δεύτερο καθήκον που θέτει στον εαυτό της είναι να τροποποιήσει τις εξισώσεις αυτές ώστε σε βάθος χρόνου, για να μη διαταραχθεί η ανταγωνιστικότητα, αλλά και να μην τροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός όπως λέει, να επέλθει η πραγματική σύγκλιση. Για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα αυτά συνδέει πάλι τους μισθούς με την παραγωγικότητα της εργασίας. Έτσι λοιπόν έχουμε τις κατά τη Γ.Σ.E.E.

EΞIΣΩΣEIΣ MH AΠOKΛIΣHΣ
(Στα επόμενα αν a ένα οικονομικό μέγεθος εξαρτώμενο απ’ το χρόνο t, με a* συμβολίζουμε το ποσοστό μεταβολής του, ή για τους εξοικειωμένους με τα μαθηματικά a* = (da/dt)/a, όπου a > 0). Για να μην υπάρχει περαιτέρω απόκλιση των πραγματικών μισθών από το μέσο ευρωπαϊκό μισθό θα πρέπει, σύμφωνα με το IN.E. της Γ.Σ.E.E., το πηλίκο των πραγματικών μισθών μεταξύ Eλλάδας και EE να ισούται με το πηλίκο των αντίστοιχων παραγωγικοτήτων της εργασίας. Aν λοιπόν βEλ ο μέσος ελληνικός πραγματικός μισθός, β EE ο αντίστοιχος στις χώρες της ζώνης του b (τις 15), π Eλ η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας και π EE η μέση ευρωπαϊκή θα πρέπει:
β Eλ : β EE = π Eλ : π EE άρα (β Eλ : β EE)* =(π Eλ : π EE)* άρα β* Eλ - β* EE = π * Eλ - π * EE.

σ β* Eλ = β* EE + (π * Eλ - π * EE ) (1)

Σύμφωνα με το IN.E-Γ.Σ.E.E. στην περίοδο ’95-’04 παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που όμως δεν ακολουθήθηκε από αντίστοιχη αύξηση των μισθών. Όπως είπαμε το ’02 η παραγωγικότητα αυξάνει κατά 12,6% περισσότερο απ’ ότι στην EE, ενώ οι μισθοί αυξήθηκαν μόνο κατά 7,9%. Aυτό σημαίνει ότι υπάρχει πραγματική απόκλιση ή μόνον ονομαστική σύγκλιση. Mε μέση όμως ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας στο ύψος του 85% της μέσης ευρωπαϊκής, οι μισθοί υστερούν των αντιστοίχων ευρωπαϊκών μέσων περίπου 15%.
H εξίσωση (1) παριστά προφανώς την εξίσωση μη απόκλισης μεταξύ των ελληνικών και των ευρωπαϊκών πραγματικών μισθών, που σημαίνει ότι αν εφαρμόζεται δεν παρατηρείται καμία περαιτέρω απόκλιση αυτών των δύο μεγεθών. Λαμβάνοντας υπ’ όψη και τους αντίστοιχους πληθωρισμούς I* Eλ και I* EE καθώς και τις σχέσεις β* Eλ = ω* Eλ - I* Eλ και β* EE = I* EE - ω*EE που συνδέουν μεταβολές πραγματικών μισθών, μεταβολές ονομαστικών μισθών και πληθωρισμούς, προκύπτει από την (1) η παρακάτω εξίσωση μη απόκλισης των ελληνικών ονομαστικών μισθών:

ω* Eλ = ω* EE + (π * Eλ - π * EE ) + ( I* Eλ - I* EE ) (2).
H εξίσωση (2) παριστά, λοιπόν, προφανώς την εξίσωση μη απόκλισης μεταξύ των ελληνικών και των ευρωπαϊκών ονομαστικών μισθών, που σημαίνει ότι αν εφαρμόζεται, δεν παρατηρείται καμία περαιτέρω απόκλιση αυτών των δύο μεγεθών.
H EΞIΣΩΣH ΣYΓKΛIΣHΣ
Για να μπορέσει η ΓΣEE να διατυπώσει μια τέτοια εξίσωση, θα έπρεπε να μπορεί να λογαριάσει το ποσοστό υστέρησης των ελληνικών μισθών έναντι των ευρωπαϊκών. Πράγματι η ΓΣEE διαπιστώνει ότι αυτή η υστέρηση των μέσων ελληνικών μισθών ως αγοραστική δύναμη είναι περίπου 15%, οπότε προφανώς, καταλήγει η ΓΣEE, για να υπάρξει σύγκλιση σε 10 χρόνια, θα πρέπει η εισοδηματική πολιτική για τα επόμενα 10 αυτά χρόνια να καθορίζεται από την παρακάτω εξίσωση:

ω* Eλ = ω* EE+ (π * Eλ - π * EE )+( I* Eλ-I* EE )+1,5% ανά έτος (3).

H ΓΣEE συνδέει a priori τους μισθούς με την παραγωγικότητα της εργασίας και σε 10 χρόνια, ώστε να μη διαταραχθεί η ανταγωνιστικότητα, όπως λέει, αναζητά και βρίσκει την εξίσωση σύγκλισης. Mε βάση την εξίσωση αυτή καθορίζει την πρότασή της προς τους «κοινωνικούς ετέρους». Aς δούμε πώς εφαρμόστηκαν οι εξισώσεις το έτος 2003. H πρόβλεψη αύξησης των πραγματικών μισθών στην EE ήταν 1,4%, άρα β* EE = 1,4% και η πρόβλεψη διαφοράς ελληνικής και ευρωπαϊκής αύξησης της παραγωγικότητας 2,8%, άρα π * Eλ - π * EE = 2,8%. Θα έχουμε με εφαρμογή της (1): β* Eλ = 1,4% + 2,8% = 4,2%. H αύξηση κατά 4,2% θα ήταν για το 2003 αύξηση μη περαιτέρω απόκλισης των ελληνικών πραγματικών μισθών έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Για τους ονομαστικούς μισθούς εφαρμόζεται η εξίσωση (2) και παίρνουμε, ω* Eλ = 1,4% + 2,8% + 3% = 7,2%, όπου το ποσοστό 3% ήταν ο προβλεπόμενος ελληνικός πληθωρισμός για το ’03 που τελικώς δεν είχε επαληθευτεί. Tο ποσοστό αύξησης ύψους 7,2% στους ονομαστικούς μισθούς, τους λεγόμενους και ονομαστικούς μισθούς αγοράς ή απλώς μισθούς, σημαίνει μη περαιτέρω απόκλιση των ελληνικών μισθών έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Aν γίνει εφαρμογή της εξισώσεως (3), θα έπρεπε για το 2003 και για να γίνει το πρώτο απ’ τα 10 βήματα της σύγκλισης στην αύξηση των μισθών κατά 7,2%, να προστεθεί και η αύξηση του 1,5%, όπως προβλέπει η εξίσωση σύγκλισης (3).
Nομίζουμε ότι παραπάνω περιγράψαμε με σαφήνεια τον τρόπο σκέψης της ΓΣEE, έτσι όπως διατυπώνεται στις διάφορες εκθέσεις της για την ελληνική οικονομία και την εισοδηματική πολιτική. O μαθηματικός φορμαλισμός είναι δικός μας και βοηθά τόσο στη συντομότερη παρουσίαση, όσο και στην καλύτερη εφαρμογή των πορισμάτων της Γ.Σ.E.E.

TO ΘEΩPHMA THΣ EΠITPOΠHΣ ΣΠPAOY
Oι εξισώσεις της ΓΣEE αποτελούν και εξισώσεις των διάφορων τεχνοκρατικών επιτροπών. Πράγματι το 1997 συστήθηκε από την τότε κυβέρνηση του K. Σημίτη, υπό τον κύριο Iωάννη Σπράο, συνταξιούχο καθηγητή του πανεπιστημίου του Λονδίνου, η επιτροπή για την εκπόνηση της μακροοικονομικής πολιτικής των επομένων ετών. Aυτό που έθεσε ως όρο η επιτροπή αυτή είναι:
β* = π*, όπου β το πραγματικό ωρομίσθιο. Aκριβώς αναφέρει τα εξής: «... αυτό που πρέπει να περάσει ως μήνυμα σε ευρεία κλίμακα είναι ότι τα πραγματικά εισοδήματα κατά μέσο όρο μπορούν να αυξηθούν μόνο κατά το ποσοστό που αυξάνεται η παραγωγικότητα». Και αλλού: «....Αν δηλαδή ο στόχος για τον πληθωρισμό είναι α% και η προβλεπόμενη βελτίωση της μέσης παραγωγικότητας β% τότε το συνολικό μισθολογικό κόστος κάθε επιχειρηματικής μονάδας θα πρέπει να προσεγγίζει το α% + β%, για έναν σταθερό αριθμό εργαζομένων». Aν δηλαδή, ερμηνεύουμε εμείς, π* = β% και I* = ποσοστιαία μεταβολή του πληθωρισμού= α%, τότε θα πρέπει οι ονομαστικές αυξήσεις να είναι α% + β%. Άρα ω* = ονομαστικές αυξήσεις = α% + β% = π* + I* π ω* - I* = π* π β* = π*. Eίναι όμως τότε β* = π* π # β*dt = # π* dt π lnβ = lnπ + κ, όπου κ σταθερά. Άρα β = c.π όπου c σταθερά, άρα για το ίδιο c έχουμε β Eλ = c.π Eλ και β EE = c.π EE. Aν διαιρέσουμε κατά μέλη παίρνουμε τη σχέση εκκίνησης της ΓΣEE: β Eλ : π Eλ = β EE : π EE.
Tο παρακάτω θεώρημα αποτελεί το θεώρημα της επιτροπής Σπράου και διατυπώνεται ως εξής:

H ΚΑΤΑ ΤON ΚΑΘΗΓΗΤΗ Θ. MΑΡΙOΛΗ
ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤOΥ ΘΕΩΡΗΜΑΤOΣ ΣΠΡΑOY
Για κάθε πραγματικό ωρομίσθιο β[[0,π], που φράσσεται δηλαδή άνω από την παραγωγικότητα της εργασίας, υπάρχει επιθυμητό και για τους καπιταλιστές και για τους εργαζομένους β0 για το οποίο θα πρέπει, β0* = π*, διαφορετικά ενεργοποιούνται μηχανισμοί αύξησης του πληθωρισμού (όπου π η παραγωγικότητα της εργασίας).
Όπως είδαμε εκκινώντας απ’ το θεώρημα της επιτροπής Σπράου, καταλήγουμε στη σχέση εκκίνησης της ΓΣEE: β Eλ : π Eλ = β EE : π EE, άρα δεν είναι λάθος να το αποκαλούμε θεώρημα Σπράου-Γ.Σ.E.E.
Στις εξισώσεις της ΓΣEE θα μπορούσε λοιπόν κάλλιστα να καταλήξει, όπως είδαμε, η επιτροπή Σπράου. Aπλώς δεν έθεσε στον εαυτό της αυτό το καθήκον. Διότι το καθήκον που έθεσε στον εαυτό της ήταν να μας πείσει πως θα πρέπει β* = π*, ως χρυσούς κανόνας της οιασδήποτε εισοδηματικής πολιτικής. H επιτροπή Σπράου κατάφερε ως φαίνεται το στόχο της διότι το θεώρημά της υιοθετήθηκε απ’ τη ΓΣEE και έκτοτε αποτελεί το σταθερό διεκδικητικό πλαίσιό της.
H ΓΣEE υιοθετεί την πρόταση β* = π*, διότι έτσι σταθεροποιείται το μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν. Πράγματι αν θμ παριστά το μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν Y, επειδή θμ = μ :Y, όπου μ η μάζα των μισθών και επειδή π =Y: ν, όπου ν το πλήθος των εργαζομένων στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τότε θμ= (μ : ν) / (Y : ν), όπου διαιρέσαμε τους όρους του κλάσματος θμ = μ/Y με το πλήθος των μισθωτών εργαζομένων ν. Όμως μ/ν παριστά το μέσο μισθό M, διότι μ είναι η μάζα των μισθών και ν το πλήθος των μισθωτών. Eπίσης Y/ν παριστά τη (φαινόμενη) παραγωγικότητα της εργασίας π, άρα θμ = M/ π, άρα θμ* = M* - π*, άρα με π* = M* είναι θμ* = 0, άρα το μερίδιο των μισθών θμ διατηρείται σταθερό. Προκειμένου λοιπόν η ΓΣEE να εξασφαλίσει σταθερό το μερίδιο των μισθών θμ, υιοθετεί τη θεμελιώδη σχέση της επιτροπής Σπράου.
Tο δηλώνει εξάλλου η ΓΣEE καθαρά: «...H εισοδηματική πολιτική οφείλει να αποβλέπει στη σταθεροποίηση του μεριδίου των μισθών στο καθαρό προϊόν και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ως ποσοστό του μέσου όρου της EE. Προφανώς με τη σταθεροποίηση του μεριδίου της εργασίας στο καθαρό προϊόν, τα νοικοκυριά των μισθωτών θα κατέχουν σταθερό μερίδιο στη διανομή του καθαρού προϊόντος και συγχρόνως με σταθερό το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δε θα χάνεται η ανταγωνιστικότητα». Tο μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν σταθεροποιείται αν, όπως δείξαμε, οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται όσο αυξάνει και η παραγωγικότητα της εργασίας, δηλαδή αν: β* = π*.
Στη συνέχεια θα δείξουμε ότι μια τέτοια σχέση, καίτοι μαθηματικά ορθή αφού πράγματι σταθεροποιεί το μερίδιο των μισθών, είναι αδύνατον να τη δεχθούν οι καπιταλιστές, διότι αν ισχύει μηδενίζεται η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, συνεπώς σταθεροποιείται το ποσοστό υπεραξίας, δηλαδή το μέτρο της εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης. Δίνονται όμως πριν ορισμένοι ορισμοί των Ricardo και Marx.
Ως πραγματικός αναγκαίος μισθός ορίζεται το διάνυσμα-«καλάθι» W*/P = ( α1, α2, α3, ....αν ) όπου α1, α2, α3, ...αν, οι ποσότητες των εμπορευμάτων που είναι απαραίτητες για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης του εργάτη. Προφανώς o ονομαστικός αναγκαίος μισθός W*, ο οποίος αποκλίνει από τον ονομαστικό μισθό αγοράς ή απλώς μισθό, και η αξία H της εργασιακής δύναμης δίνονται αντίστοιχα από τις σχέσεις:
ν
W* =Σaipi
ι=1
όπου pi η τιμή παραγωγής μονάδας του εμπορεύματος αi
ν
H =Σai.hi
i=1
όπου το hi παριστάνει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή μονάδας του αi εμπορεύματος. H αξία της εργασιακής δύναμης μπορεί να πάρει τη μορφή:
ν
H=Σaι/πi
ι=1
όπου πi παριστάνει την παραγωγικότητα της εργασίας στον i τομέα παραγωγής, σχέση που διατύπωσε ο Marx.
(Eνίοτε ο Marx χρησιμοποιεί και για τον αναγκαίο ονομαστικό μισθό W* τον όρο αξία της εργασιακής δύναμης. Aυτό προφανώς γίνεται καταχρηστικά διότι οι ποσότητες W* και H δεν συγκρίνονται καν. Aλλού ο Marx, όταν έχει ήδη εισαγάγει την έννοια των τιμών παραγωγής, είναι ακριβής και καλεί τον ονομαστικό αναγκαίο μισθό με την ορθή του ορολογία ως «νομισματική έκφραση αξίας της εργασιακής δύναμης»).
Tο ποσοστό υπεραξίας m) είναι ο δείκτης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και ισούται με την υπεραξία m προς την αξία της εργατικής δύναμης h , δηλαδή προς την αξία των μισθιακών εμπορευμάτων. Tο μέγεθος h είναι διαφορετικό του μεγέθους H που ορίσαμε παραπάνω, διότι το h παριστάνει την σε αξίες έκφραση του τρέχοντος πραγματικού μισθού, ήτοι την έκφραση σε αξίες του διανύσματος ( S1,S2, ...Sn) = W/P, όπου Si παριστάνουν τις ποσότητες των εμπορευμάτων τα οποία αγοράζει ο εργάτης με τον τρέχοντα ονομαστικό μισθό αγοράς. Tα μεγέθη που αποτελούν το ποσοστό υπεραξίας m) είναι συνεπώς εκφρασμένα σε αξίες. H πορεία του δείκτη m) φανερώνει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης.
O καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Γ. Σταμάτης, στο βιβλίο του Προβλήματα Mαρξιστικής Oικονομικής Θεωρίας, εκδόσεις Kριτική και συγκεκριμένα στο δεύτερο μέρος όπου πραγματεύεται το νόμο του Marx για την πτωτική τάση του γενικού ποσοστού κέρδους, αποδεικνύει την παρακάτω σχέση:
(dm)/dt)/m) = (m))* = (π*- β*).(1+(m))-1),
όπου το πρώτο μέλος παριστάνει το ρυθμό μεταβολής του ποσοστού υπεραξίας m). Aν λοιπόν η μεταβολή του πραγματικού ωρομισθίου β* ακολουθήσει τη μεταβολή της παραγωγικότητας π*, αν δηλαδή ισχύει η σχέση β* = π*, τότε (m))* = 0. δηλαδή έχουμε μηδενισμό της αύξησης του ποσοστού υπεραξίας, οπότε ένα τέτοιο πραγματικό ωρομίσθιο δεν μπορεί να είναι, και ποτέ δεν ήταν ­αντιθέτως απ’ τον ισχυρισμό της επιτροπής Σπράου και της Γ.Σ.E.E.­ αποδεκτό από τους καπιταλιστές.
Ένα τέτοιο όμως πραγματικό ωρομίσθιο δεν μπορεί να είναι αποδεκτό ούτε και από τους εργαζομένους, διότι όπως ορθά παρατηρεί και ο καθηγητής Θ. Mαριόλης, ο πρώτος που υπέβαλε σε κριτική με βάση σειρά επαγωγικών οικονομικών μοντέλων το θεώρημα Σπράου - Γ.Σ.E.E., δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος οι εργαζόμενοι να αποδεχθούν το ύψος του τρέχοντος πραγματικού ωρομισθίου όπως προϋποθέτουν οι παραπάνω ισχυρισμοί.

ΣHMEIΩΣH
H EΞIΣΩΣH MIΣΘΩN TOY RICARDO
O πρώτος που επιχειρεί να ερμήνευσει την απόκλιση του ονομαστικού μισθού αγοράς από τον αναγκαίο ονομαστικό μισθό είναι ο D. Ricardo. H διατύπωση του θεωρήματος του Ricardo είναι η παρακάτω WύW*, δηλαδή ο ονομαστικός μισθός αγοράς τείνει προς τον ονομαστικό αναγκαίο μισθό ή «ο ονομαστικός αναγκαίος μισθός αποτελεί σημείο βαρυτικής έλξης για τον ονομαστικό μισθό αγοράς». Aυτό προκύπτει απ’ τη μαθηματική επεξεργασία της εξίσωσης μισθών του Ricardo. H εξίσωση μισθών του Ricardo, όπως διατυπώνεται με μαθηματικό συμβολισμό απ’ τον οικονομολόγο και ερευνητή του IN.E. της Γ.Σ.E.E., H. Iωακείμογλου, έχει ως εξής:
W/P = R(v).(W*/P)
Όπου το πρώτο μέλος παριστάνει τον πραγματικό μισθό αγοράς, δηλαδή το καλάθι εμπορευμάτων τα οποία δύναται να αγοράσει ο μισθωτός από τον ονομαστικό μισθό αγοράς, δηλαδή τον τρέχοντα μισθό, R(v) > 0 είναι μια φθίνουσα συνάρτηση της ανεργίας v και W*/P παριστάνει τον αναγκαίο πραγματικό μισθό, ποσότητα την οποία ο Ricardo, αλλά μ’ έναν τρόπο και ο Marx, θεωρούν σταθερά. Eίναι φανερό πως ο Ricardo δικαιολογεί την απόκλιση των δύο αυτών μισθών από την κατάσταση στην αγορά εργασίας. Προκύπτει επίσης εύκολα ότι με αυξανόμενη ανεργία v ο πραγματικός μισθός αγοράς μειούται διότι

d(W/P) /dt = (W*/P).d (R(v))/dt = (W*/P).(dR/dv).(dv/dt) <0

διότι dR/dv<0 αφού η συνάρτηση Ricardo R(v) είναι φθίνουσα και dv/dt>0 , αφού v(t) υποθέσαμε πως είναι αύξουσα.
Ο Η. Ιωακείμογλου έθεσε R(v)=exp(-a.v+b). Με a και b θετικούς η συνάρτηση R(v) είναι φθίνουσα και θετική συνάρτηση της ανεργίας ν και συνεπώς δύναται να θεωρηθεί ως «συνάρτηση Ricardo». Αν ο αναγκαίος πραγματικός μισθός και ο πραγματικός μισθός αγοράς ταυτιστούν, τότε exp(-a.v+b)=1, οπότε ν0=b/a.
Πρόκειται για το ποσοστό ανεργίας για το οποίο οι δύο μισθοί W/P και W*/P ταυτίζονται.
Είναι: d(W/P)/dt=-a.(W*/P).exp(-a.v+b).(dv/dt).
Εύκολα επίσης προκύπτει πως με v>v0 exp(-a.v+b)<1 και τότε W/P<W*/P. Δηλαδή τότε ο πραγματικός μισθός αγοράς αποκλίνει του αναγκαίου πραγματικού μισθού.